- σλαβόφωνος
- -η, -ο, Ναυτός που μιλά τη σλαβική γλώσσα.[ΕΤΥΜΟΛ. < Σλάβος + -φωνος (< φωνή), πρβλ. ελληνό-φωνος. Η λ., στον πληθ. Σλαβόφωνοι, μαρτυρείται από το 1896 στην εφημερίδα Ακρόπολις].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
σλαβόφωνος — η, ο αυτός που μιλάει τη σλαβική γλώσσα: Στη Μακεδονία υπήρχαν παλιότερα σλαβόφωνοι πληθυσμοί … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
Κώτας, Καπετάν — (Ρούλια Καστοριάς 1863 – Μοναστήριο 1905). Σλαβόφωνος οπλαρχηγός του Μακεδονικού αγώνα. Προσχώρησε μεταξύ των πρώτων στην Εσωτερική Μακεδονική Επαναστατική Οργάνωση (κομιτάτο) υιοθετώντας το σύνθημά της «η Μακεδονία για τους Μακεδόνες». Την… … Dictionary of Greek
Macedonia (terminology) — This article is about the use of the name Macedonia and its derivatives. For specific uses of the term, see Macedonia (disambiguation). Macedonia … Wikipedia
Macedonia (terminología) — Para otros usos de este término, véase Macedonia. Diversas definiciones de Macedonia a lo largo del tiempo … Wikipedia Español
Macédoine (terminologie) — Pour les articles homonymes, voir Macédoine. Traduction en cours Cette page est en cours de traduction (en français) à partir de l article es:Macedonia (terminología) 11 décembre 2010. Si vous souhaitez participer à la traduction, il vous suffit… … Wikipédia en Français
φωνή — Το αποτέλεσμα ενός συντονισμένου συνόλου κινήσεων των φωνητικών οργάνων, που πραγματοποιείται κάτω από τον έλεγχο των νευρικών κέντρων. Τα συστήματα παραγωγής της φ. διαιρούνται σχηματικά σε 3 κατηγορίες: 1) αναπνευστικό σύστημα· 2) λαρυγγικό… … Dictionary of Greek